- υστατον
- ὕστατον(τό) adv.1) в последний раз Hom., Plat.2) в последнюю очередь, в самом конце
(καὴ πρῶτον καὴ ὕ. Plat.)
3) крайнеγέρων ἐς τὸ ὕ. Luc. — глубокий старик
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(καὴ πρῶτον καὴ ὕ. Plat.)
γέρων ἐς τὸ ὕ. Luc. — глубокий старик
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕστατον — ὕστατος masc acc sg ὕστατος neut nom/voc/acc sg ὕστερος latter masc acc sg ὕστερος latter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek
Archaeological Museum of Corfu — The Archaeological Museum of Corfu ( el. Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας) in Corfu, Greece was built between 1962 1965. The museum land was donated by the city of Corfu. Its initial purpose was to house the archaeological finds from the Temple of… … Wikipedia
лебединая песня — (иноск.) предсмертное сочинение Ср. Великому великая награда, Когда поэт песнь лебедя пропел И, внемля ей, народ осиротел. В.С. Курочкин. 18 го июля 1857 (смерть Беранже). Ср. Раз среди их шума раздался чудесный Голос, всю пронзивший бездну… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Лебединая песня — Лебединая пѣсня (иноск.) предсмертное сочиненіе. Ср. Великому великая награда, Когда поэтъ пѣснь лебедя пропѣлъ И, внемля ей, народъ осиротѣлъ. В. С. Курочкинъ. 18 го іюля 1857 (смерть Беранже). Ср. Разъ среди ихъ шума раздался чудесный Голосъ,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… … Dictionary of Greek
κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek
προκαταλαμβάνω — ΝΜΑ (κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος … Dictionary of Greek
προσερώ — έω, Α (ως μέλλοντας τού προσαγορεύω) 1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.) 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.) 3. παθ. προσεροῡμαι, έομαι διατάσσομαι.… … Dictionary of Greek